Make Text BiggerMake Text SmallerReset Text Size 
Επετειακό λήμμα για τον Κοϊντιλιανό. Αιμιλία Σάββα, Ελένη Μαυριδοπούλου, Χριστίνα Κατσαμά, Μαρίλεια Γιαλούρη (ΠΜΣ Τομέα Κλασικής Φιλολογίας – ΕΚΠΑ) Εκτύπωση E-mail
Φιλολογία και Γλώσσα - Άρθρα
Πηγή: Διαχειριστής - 05.01.16


quint.calahorraΜε αφορμή το κλείσιμο 1920 ετών από τη δημοσίευση της
Institutio oratoria («Η εκπαίδευση του ρήτορα») του Κοϊντιλιανού (95/96 μ.Χ.), με πρωτοβουλία της κ. Σοφίας Γεωργακοπούλου στο σχετικό μεταπτυχιακό σεμινάριό της (κατά το χειμερινό εξάμηνο 2014-15) μας έγινε ανάθεση συγγραφής ενός επετειακού λήμματος για τον σημαντικό αυτό Ρωμαίο ρήτορα και θεωρητικό της ρητορείας της φλαβιανής περιόδου. Ευχαριστούμε για την επιμέλεια του άρθρου την καθηγήτριά μας, καθώς και την κ. Αργυρώ Φραντζή που μερίμνησε για τη φιλοξενία του στην «Ευρυπύλη». Ευχόμαστε να εμπλουτισθεί το ελληνόγλωσσο διαδίκτυο με παρόμοιες συμβολές για τη ρωμαϊκή Αρχαιότητα.

Μάρκος Φάβιος Κοϊντιλιανός, λτν Marcus Fabius Quintilianus (περ. 30/35 – μετά το 95 μ.Χ.), Ρωμαίος ρήτορας και ρητοροδιδάσκαλος, καταγόμενος από την Ισπανία. Επί Βεσπασιανού διορίστηκε στην πρώτη δημόσια έδρα ρητορικής. Το κυριότερο έργο του είναι η Institutio oratoria, σε δώδεκα βιβλία.

Περιεχόμενα

1.      Βίος. 1

2.      Έργα.. 3

2.1. Institutio Oratoria (περιεχόμενα των 12 βιβλίων). 4

2.2.α. Οι παιδαγωγικές θέσεις του Κοϊντιλιανού. 6

2.2.β. Η επίδραση των παιδαγωγικών θέσεων της Institutio Oratoria. 8

3. Η χειρόγραφη παράδοση και η πρόσληψη της Ιnstitutio Oratoria. 9

4.      Βιβλιογραφία.. 10

1.     Βίος

Ο Κοϊντιλιανός (Marcus Fabius Quintilianus) γεννήθηκε στην Καλάγουρ(ρ)η της Ισπανίας (σημερινή Calahorra)[1] γύρω στο 35  μ.Χ.[2] Ήταν γιος ή εγγονός ρητοροδιδασκάλων.[3] Το 57 μ.Χ. ή και λίγο νωρίτερα ήρθε στη Ρώμη για να σπουδάσει, όπου και μαθήτευσε κοντά στον Δομίτιο Άφρο (Domitius Afer), γιατί επιδίωκε σταδιοδρομία δικηγόρου και όχι διδασκάλου ρητορικής. Ωστόσο δάσκαλοί του ίσως υπήρξαν επίσης  ο γραμματικός Ρέμμιος Παλαίμων (Remmius Palaemo) και ο Βεργίνιος Φλάβος (Verginius Flavus).[4]

Στην προσωπική του ζωή υπήρξε ατυχής, Το 60 μ.Χ. επιστρέφει στην Ισπανία και ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου, αλλά ο Γάλβας, όταν έγινε για λίγους μήνες αυτοκράτορας το 68 μ.Χ, τον φέρνει μαζί του στη Ρώμη.[5] Εκεί ο Κοϊντιλιανός θα μείνει και μετά το θάνατο του αυτοκράτορα προστάτη του, αγορεύοντας στα δικαστήρια και διδάσκοντας ρητορική. Το 69 μ.Χ. ο Βεσπασιανός (Flavius Vespasianus) ανέρχεται στο θρόνο της Ρώμης και το 71 εγκαινιάζει μια προσπάθεια αναμόρφωσης της εξουσίας και της κοινωνίας.[6] Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας εγκρίνει αυτοκρατορική χρηματοδότηση για τη διδασκαλία της ρητορικής, ρωμαϊκής και ελληνικής. Ο Κοϊντιλιανός είναι στην ιστορία της εκπαίδευσης ο πρώτος έμμισθος δημόσιος Καθηγητής που κατέλαβε την έδρα της Ρητορικής στην Αρχαιότητα.[7] Μαθητές του υπήρξαν ο Πλίνιος ο Νεότερος,[8] οι δύο εγγονοί της αδελφής του Δομιτιανού, τους οποίους είχε υιοθετήσει, καθώς και οι γιοι του Φλάβιου Κλήμεντος (Flavius Clemens).[9] Αργότερα ο Κοϊντιλιανός παύει να διδάσκει και αφιερώνεται στη συγγραφή του κυριότερου έργου του για την εκπαίδευση του ρήτορα, της Institutio Oratoria («Ρητορική Εκπαίδευση»), [10] το οποίο ολοκλήρωσε και εξέδωσε λίγο πριν πεθάνει, δηλαδή περ. 95/96 μ.Χ. όπως ο ίδιος αναφέρει.[11] Παντρεύτηκε και απέκτησε δύο γιους, αλλά βίωσε πρώτα την απώλεια της νεαρής συζύγου (ηλικίας δεκαεννέα ετών) και λίγους μήνες μετά, του ενός από τους γιους του, σε ηλικία μόλις πέντε ετών. Αργότερα, χάνει και τον δεύτερο γιο του, Κοϊντιλιανό, σε ηλικία εννιά ετών, τον οποίο, όπως αναφέρει, είχε μυήσει στην εκμάθηση της ελληνικής και λατινικής, καθώς ήταν ιδιαίτερα προικισμένος. Η Ιnstitutio Oratoria μάλιστα, προοριζόταν για δική του κληρονομιά μετά το θάνατο των δυο άλλων μελών της οικογένειάς του.[12].

quint.institutio_oratoria_ed._burman

2.     Έργα

Το σπουδαιότερο έργο του Κοϊντιλιανού είναι η Institutio Oratoria, σε δώδεκα βιβλία (περί το 93-95 μ.Χ.). Με αυτό το σύγγραμμα ο Κοϊντιλιανός στοχεύει στο να σκιαγραφήσει ένα πλήρες πρόγραμμα παιδείας για τον υποψήφιο ρήτορα από την πρώιμη παιδική ηλικία μέχρι και την ενεργό πρακτική ρητορική του δραστηριότητα.

Από τους ρητορικούς λόγους που εκφώνησε ο Κοϊντιλιανός επέλεξε, σύμφωνα με τον ίδιο, να δημοσιεύσει  μόνο έναν με τίτλο Pro Naevio Arpiniano που αφορούσε υπόθεση φόνου (μη σωζόμενος).[13] Χαμένη είναι και η σύντομη πραγματεία του (δημοσιευμένη πριν από την Institutio Oratoria)[14] με τίτλο De causis corruptae eloquentiae. Εκεί, πιθανολογείται[15] ότι ο Κοϊντιλιανός συζητούσε την έκπτωση της σύγχρονής του ρητορικής, αποδίδοντάς την στην απομάκρυνση των σύγχρονων ρητόρων από το κικερώνειο ύφος και τη συνακόλουθη προσκόλληση στο ύφος που καλλιέργησε ο Σενέκας και οι μιμητές του.[16]

Τα χειρόγραφα παραδίδουν με το όνομα του Κοϊντιλιανού και δύο συλλογές με Declamationes (Φωνασκίες, υποθετικοί λόγοι για την εκγύμναση των ρητόρων), οι οποίες περιλαμβάνουν 19 declamationes maiores και 124 declamationes minores αντίστοιχα, με τη δεύτερη να αριθμεί αρχικά 388. H κριτική έχει στη συντριπτική της πλειοψηφία χαρακτηρίσει τις Declamationes ψευδεπίγραφα έργα του Κοϊντιλιανού.[17] Συγκεκριμένα, οι 19 maiores έχουν ένα υφολογικό αποτύπωμα που αποκλίνει από εκείνο του Κοϊντιλιανού. Ήδη από τον τέταρτο αιώνα κυκλοφορούνταν υπό το όνομα του συγγραφέα, αλλά φαίνεται να ανήκουν σε κάποια συλλογή εκείνης της περιόδου ή ελαφρώς προγενέστερης. Όσον αφορά στις minores, το ζήτημα της αυθεντικότητας προκάλεσε ζωηρότερη συζήτηση, καθώς η γλωσσική ανάλυση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι είναι δείγμα γραφής του 1ου ‑2ου αιώνα.[18] Έτσι, είναι πιθανό είτε να αποτελούν σημειώσεις μαθητών του Κοϊντιλιανού είτε έργο επίδοξων αντιγραφέων. Επιπλέον, γίνεται μνεία και για δύο βιβλία ρητορικής, επίσης μη σωζόμενα, που αποτελούν προϊόν σημειώσεων μαθητών του με «υπέρμετρο ζήλο».[19]

2.1. Institutio Oratoria (περιεχόμενα των 12 βιβλίων)

Στο πρώτο βιβλίο ο Κοϊντιλιανός καταπιάνεται με την πρώιμη αγωγή του μαθητευόμενου ρήτορα, δηλαδή τη στοιχειώδη εκπαίδευσή του κατά την παιδική ηλικία. Αφού τοποθετηθεί υπέρ της δημόσιας εκπαίδευσης (1.2), προβαίνει στην ανάλυση του εκπαιδευτικού σχεδιασμού που προτείνει στο στάδιο αυτό, τονίζοντας ότι πρέπει να υπάρχει ως σταθερά ο μελλοντικός ρητορικός προσανατολισμός του μικρού μαθητή. Το μεγαλύτερο τμήμα του πρώτου βιβλίου καταλαμβάνει η επιχειρηματολογία του Κοϊντιλιανού για τη σπουδαιότητα της εκμάθησης της γραμματικής (συμπεριλαμβανομένης και της ορθογραφίας 1.1.12-14) που είναι το κυρίαρχο γλωσσικό (και μετέπειτα ρητορικό) εργαλείο. Είναι σημαντικό, όμως, ότι δίνεται μεγάλη έμφαση στην αναγκαιότητα μιας ἐγκυκλίου παιδείας, η οποία, επειδή εμπλέκει πολλαπλότητα αντικειμένων και απόκτηση αντίστοιχων δεξιοτήτων, παρέχει στο ρήτορα μια κρυφή δύναμη. Μάλιστα τονίζεται κάποιες τέχνες (artes) θα αποδειχθούν σημαντικές στο μέλλον, όπως η μουσική και η γεωμετρία (1.10), η τέχνη της υπόκρισης και οι γυμναστικές ασκήσεις (1.11).

Το δεύτερο βιβλίο αναφέρεται στην καθαυτό ρητορική εκπαίδευση. Εδώ παρουσιάζονται οι πρώτες ρητορικές ασκήσεις που προκρίνονται προς ανάληψη από τον μαθητευόμενο ρήτορα υπό την καθοδήγηση του ρητοροδιδασκάλου του (progymnasmata, προγυμνάσματα). Η επιτυχία σε αυτές εμφανίζεται στενά συνδεδεμένη με την ορθή επιλογή προτύπων. Έτσι διαμορφώνονται και τα πρώτα προτεινόμενα αναγνώσματα για τον αρχάριο ρήτορα (π.χ. Κικέρων, Τίτος Λίβιος), ενώ συστήνεται και η αποφυγή μελέτης παλαιών αρχαϊκών συγγραφέων, όπως ο Κάτων και οι Γράκχοι. Ακόμα, ο Κοιντιλιανός αναφέρεται στην ορθή εκπαιδευτική προσέγγιση των declamationes[20] (2.10). Το βιβλίο καταλήγει με την πραγμάτευση του καίριου ερωτήματος «τι είναι ρητορική» (με τον καλύτερο ορισμό να συμπυκνώνεται στο bene dicendi, 2.15). Έπειτα, ο Κοϊντιλιανός προχωρεί σε επιμέρους εξειδικεύσεις του γενικότερου αυτού ζητήματος και υπεισέρχεται στο ποια είναι η χρησιμότητά της ρητορικής (2.16), η θέση της ανάμεσα στις άλλες τέχνες (2.17-18), για να περάσει σε μια νηφάλια τοποθέτηση στο ζήτημα τεχνική (ars) ή ταλέντο (ingenium) ως απαιτούμενα για την κατάκτηση της ρητορικής (2.19). Ακολούθως, συζητά για το αν η ρητορική είναι αρετή (2.20) και αναφέρεται καταληκτικά στην ύλη και τα εργαλεία της.

Το τρίτο βιβλίο στο πρώτο τμήμα του περιέχει μιαν αναδρομή στην ιστορία της ρητορικής. Στη συνέχεια, αναφέρονται οι δυο σημαντικές κατηγοριοποιήσεις του αντικειμένου της ρητορικής. Πρόκειται για τα πέντε μέρη της ρητορικής τέχνης (3.3): inventio (εὕρεσις), disposition (τάξις), elocutio (λέξις), memoria (μνήμη), actio/pronuntiatio (ὑπόκρισις) και τα τρία είδη ὑποθέσεων (causae) των ρητορικών λόγων (3.4): δικανικός (iudicialis), συμβουλευτικός (deliberativus), επιδεικτικός (demonstrativus).

Από το δεύτερο τμήμα του τρίτου βιβλίου (3.6 κ.ε.) έως και το τέλος του έκτου βιβλίου, αναλύεται διεξοδικά η inventio (εὓρεσις), η οποία σχετίζεται με την οργάνωση των επιχειρημάτων (μια παρουσίαση με άξονα αναφοράς το είδος του δικανικού λόγου). Στο έβδομο βιβλίο, ο Κοϊντιλιανός καταπιάνεται με τη dispositio (τάξις), δηλαδή την οργάνωση των επιχειρημάτων. Από το όγδοο ως το δέκατο βιβλίο, γίνεται παρουσίαση του ρητορικού μέρους της elocutio (λέξις), η οποία αναφέρεται στην επιτυχή επιλογή του λεκτικού οπλοστασίου από τον ρήτορα για να υπηρετήσει την εναργέστερη παρουσίαση των επιχειρημάτων του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το πρώτο κεφάλαιο του δεκάτου βιβλίου, όπου δίνεται μια συνοπτική ιστορία της ελληνικής και ρωμαϊκής λογοτεχνίας, η οποία χρησιμεύει ως οδηγός για την επιλογή των καταλληλότερων αναγνωσμάτων που θα γίνουν ταυτόχρονα και πρότυπα για τον μαθητευόμενο ρήτορα. Η elocutio απαιτεί, κατά τον Κοϊντιλιανό, μνημονική ικανότητα (μνήμη, memoria), αλλά και υποκριτική (actio, ὑπόκρισις), ώστε να γίνεται εφικτή η αποτελεσματική εκφορά του (ρητορικού) λόγου, στοιχεία τα οποία πραγματεύεται στα τρία πρώτα κεφάλαια του ενδεκάτου βιβλίου.

Στο δωδέκατο και τελευταίο βιβλίο, «που θεωρείται το κορυφαίο σημείο του έργου»[21], ο Κοϊντιλιανός σκιαγραφεί το πορτρέτο του τέλειου ρήτορα. Η βασική του αρχή συνοψίζεται στο ότι δεν μπορεί κανείς να γίνει καλός ρήτορας, αν δεν είναι χρηστός άνδρας (vir bonus peritus dicendi, 12.1-3).

Η γενική στάση του Κοϊντιλιανού απέναντι στη ρητορική μπορεί να χαρακτηριστεί νέο-κικερώνεια. Ο Κοϊντιλιανός, στα τέλη του 1ου αι. μ.Χ., προωθεί τη θεωρία περί ρητορικής και ενσωματώνει στο κικερώνειο πρότυπο του τέλειου ρήτορα (orator perfectus) την ηθική διδασκαλία. Η ρητορική είναι η επιστήμη του bene dicendi (της καλλιέπειας, της ευγλωττίας), και σκοπός του ρήτορα είναι το bene dicere («καλῶς λέγειν») όσον αφορά το ηθικό περιεχόμενο του λόγου του.[22] Η ηθική διδασκαλία του Κοϊντιλιανού πηγάζει κυρίως από την Στωική φιλοσοφία, μέσα από την οποία θα προσπαθήσει να αποκαταστήσει το χαμένο ιδανικό του τέλειου ρήτορα. Θα ενώσει τη γνώση της ηθικής φιλοσοφίας, το ήθος και τη ρητορική ευφράδεια στο πρόσωπο του ρήτορα, ο οποίος πρέπει να είναι ενεργός στα δικαστήρια και στις δημόσιες συγκεντρώσεις. Ο Κοϊντιλιανός επιθυμεί ένα ρήτορα που να κατέχει κυρίως το ηθικό μέρος της φιλοσοφίας ή μάλλον έναν πρακτικό φιλόσοφο που να ενσαρκώνει τον civilis vir (δημόσιος ὰνήρ).[23]

Το έργο του εστιάζει τόσο στις πρακτικές ανάγκες της ρητορικής παιδείας όσο και στα θεωρητικά ρητορικά ζητήματα και παρά την επιρροή ελληνικών προτύπων, το βλέμμα του Κοϊντιλιανού επανέρχεται στο υποδειγματικό ύφος του Κικέρωνα. Κατά τον Pernot (2005), 249 «Η Ρητορική εκπαίδευση του Κοϊντιλιανού αποτελεί το καλύτερο πανόραμα περί την αρχαία ρητορική και το κυρίαρχο σύγγραμμα που αρμόζει να μελετήσουμε, εάν θέλουμε να κατανοήσουμε πλήρως αυτόν τον γνωστικό τομέα».

2.2.α. Οι παιδαγωγικές θέσεις του Κοϊντιλιανού

Στο πρώτο και δεύτερο βιβλίο ειδικότερα (αλλά και σε όλο το έργο της Institutio Oratoria), προβάλλονται οι παιδαγωγικές θέσεις του Κοϊντιλιανού, ο οποίος ως άριστος γνώστης όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων, δεν αρκείται σε αναφορές μόνο στην ανώτερη εκπαίδευση (των ενηλίκων), αλλά εκθέτει το παιδαγωγικό του όραμα ξεκινώντας από τη βρεφική ηλικία του εκπαιδευομένου ( 1.1.3).

Ο Κοϊντιλιανός δίνει συμβουλές για τη σωστή αγωγή του παιδιού, την επιμέλεια από τους γονείς, την τροφό και τον παιδαγωγό (1.1.4-6), ενώ παράλληλα μελετά το συναίσθημα που ενδέχεται να προκληθεί στο παιδί από την πρώτη επαφή με τη μελέτη, όπως και τα κίνητρα που τίθενται για την πρόκληση προσοχής: ο έπαινος και η αμοιβή (1.1.20).[24] Επιπλέον, προχωρεί σε προτάσεις για την εκμάθηση της γραφής, όπως η ανίχνευση των περιγραμμάτων μέσω της χρήσης του πινακιδίου (1.1.25-28)[25] και δίνει συμβουλές για την ανάγνωση ( 1.1.33-36). Αναφέρεται στη μνήμη, τη μελέτη, καθώς και στα υπέρ και τα κατά της ομαδικής και ατομικής διδασκαλίας (1.2.2).

Ο δάσκαλος στη στοιχειώδη εκπαίδευση αναδεικνύεται στο πρόσωπο που καλείται να αποκαλύψει τις ικανότητες και φυσικές δεξιότητες του παιδιού ( 1.1.27). Οι μαθητές, αντίθετα, κατατάσσονται σε κατηγορίες, όπου και δίνονται κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα (1,3,3-7).[26]

Ο Κοϊντιλιανός πρωτοτυπεί με την εναντίωσή του στην (τότε αποδεκτή από πολλούς) σωματική τιμωρία των παιδιών, χαρακτηρίζοντάς την ταπεινωτική και  ανεκτή μόνο ως μέθοδο χειραγώγησης δούλων.[27] Παράλληλα, δεν διστάζει να θέσει στο επίκεντρο την παιδική ψυχολογία και να αναφερθεί στις αρνητικές επιπτώσεις της σωματικής τιμωρίας (1.3.14-17).

Στο δεύτερο βιβλίο, όπου γίνεται αναφορά στην ανώτερη εκπαίδευση και πιο συγκεκριμένα στα καθήκοντα (officia) του υποψήφιου ρήτορα ( 2.1), παρουσιάζονται αρχικά διεξοδικά τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ο ρητοροδιδάσκαλος, ώστε να επιλεγεί να αναλάβει την ρητορική καθοδήγηση του μαθητευόμενου νέου. Ο ιδανικός διδάσκαλος, σύμφωνα με τον Κοϊντιλιανό, δεν είναι ούτε αυταρχικός, ούτε απόλυτα φιλελεύθερος, αλλά ενθαρρυντικός και δημοκρατικός (2.24 κ.ε.). Πρόκειται για ένα δάσκαλο που καταφέρνει να κερδίσει την πειθαρχία και το σεβασμό στην τάξη. Συμβουλεύει και κινητοποιεί τους μαθητές, δεν τους επικρίνει ούτε τους τιμωρεί, αλλά διακρίνει τις ικανότητες και τις ιδιαιτερότητες του καθενός, ενώ αξιοποιεί και τις μαθησιακές δυνατότητές τους (2.8). Επιπλέον, γνωρίζει να διαχειρίζεται τα λάθη (μάλιστα, ο Κοϊντιλιανός προτείνει και τρόπους με τους οποίους ο ρητοροδιδάσκαλος μπορεί να τα υποδείξει στους μαθητές) και τονίζει ότι η όλη εκπαιδευτική του προσέγγιση οφείλει να αποσκοπεί στο να καταστεί βίωμα η ευχαρίστηση που προσφέρει η μαθησιακή διαδικασία  (2.4.12 κ.ε).

Ο δάσκαλος παραβάλλεται με τροφό,  καλλιεργητή, καθοδηγητή, γυμναστή, ενώ η προσπάθεια των μαθητών παραλληλίζεται με ανέλκυση. Ο μεταφορικός (συμβολικός) λόγος του Κοϊντιλιανού γίνεται το «εργαλείο» για την αντίληψη της μαθησιακής διαδικασίας, τις σχέσεις με τους μαθητές, αλλά και τις προβληματικές καταστάσεις που βιώνουν.[28]

Απαιτήσεις προβάλλονται και στους μαθητές, καθώς έχουν υποχρεώσεις απέναντι στο δάσκαλό τους, ενώ ο σεβασμός και η δεκτικότητά τους απέναντι στη μάθηση κρίνονται απαραίτητες (2.9).

2.2.β. Η επίδραση των παιδαγωγικών θέσεων της Institutio Oratoria

 Ο Κοϊντιλιανός διατυπώνει εν σπέρματι παιδαγωγικές ιδέες που θα αναπτυχθούν από σχεδόν συγχρόνους του και ακριβώς επόμενους συγγραφείς, όπως τον (ψευδο)-Πλούταρχο, τον Τάκιτο[29], από πολύ μεταγενέστερους παιδαγωγούς, όπως τον Έρασμο, τον Ρουσσώ, αλλά και από παιδαγωγούς του 20ού αι.[30]

Πιο συγκεκριμένα, ο Ρουσσώ, στο έργο του Émile, προσδίδει ένα παρόμοιο ανθρωποκεντρικό περιεχόμενο στην εκπαίδευση. Ο Émile, είναι η μοντέρνα εκδοχή της Institutio Oratoria.[31] Ο Κοϊντιλιανός παρουσιάζει μια εκπαίδευση που συμβάλλει στην ολοκλήρωση του ανθρώπου, με γνώμονα την ηθικο-φιλοσοφική του ανάπτυξη. Παρόμοια, ο Ρουσσώ προσφέρει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για την εκπαίδευση, με τη ρητορική να μην αποτελεί πλέον μόνο την τέχνη του δικηγόρου, αλλά η καλλιέργειά της να αποτελεί και το εργαλείο για την αρτιότητα του λόγου των συγχρόνων του.

Πάντως, παιδαγωγικές θέσεις της Ιnstitutio Oratoria αναλύονται και μελετώνται διεξοδικά από τον 19ο αι. και εξής.[32] Οι ρηξικέλευθες απόψεις του Κοϊντιλιανού, όπως η εναντίωσή του στη σωματική τιμωρία, η διασφάλιση  της πειθαρχίας στην τάξη μέσω της καλλιέργειας αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ δασκάλου και μαθητή , η γνώση των δυνατοτήτων του μαθητή και η προσπάθεια ανάπτυξής τους από τον δάσκαλο, δείχνουν ότι για τα δεδομένα της εποχής του, ο Κοϊντιλιανός υπήρξε ιδιαίτερα προοδευτικός, ενώ παραμένει ακόμα και σήμερα επίκαιρος.

Ο Pernot (2005: 254), επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι ο Κοϊντιλιανός είναι «ένας από τους εμπνευστές της διδασκαλίας του ανθρωπισμού στη Δύση»,[33] ενώ ο Pascal (1984: 355) υποστηρίζει ότι η humanitas, που πρώτος ο Κικέρων προέβαλε και ακολούθησε στη συνέχεια ο Κοϊντιλιανός, απαιτείται στο σημερινό σχολείο και επιβάλλεται σε κοινωνίες ιδιαίτερα ανεπτυγμένες, στις οποίες η έκπτωση των ηθών επικρατεί.[34] Τέλος, ο σύγχρονος εκπαιδευτικός, κατά τον Clarke (1975: 116), χρειάζεται να αναπληρώσει τις ποικίλες τεχνικές του διδάσκειν (discendi), οι οποίες είναι απαραίτητες για τον μαθητή και να επαναφέρει την έννοια του vir bonus (χρηστοῦ ἂνδρα) στη σχολική τάξη, έχοντας υπόψη του τις θέσεις του Κοϊντιλιανού.[35]

 

3. Η χειρόγραφη παράδοση και η πρόσληψη της Ιnstitutio Oratoria  

Η Institutio Oratoria παραδίδεται από δύο ομάδες χειρογράφων, τα οποία προέρχονται από κάποια αρχαία έκδοση, με κάποιες παραλλαγές. Στη χειρόγραφη παράδοση συμβάλλει το έργο του Ρωμαίου ρήτορα του 5ου αι., Iulius Victor, ο οποίος διασώζει άφθονα παραθέματα του Κοϊντιλιανού στο έργο του, Ars Rhetorica. Η Institutio γίνεται ξανά δημοφιλές ανάγνωσμα στη Γαλλία του 12ου αι., στη Σχολή της Chartres (L'École de Chartres), όπου αναβιώνει η κλασική παράδοση. Στο Μεσαίωνα ο Κοϊντιλιανός εκτιμήθηκε ως μεγάλος δάσκαλος, αν και το έργο του ήταν γνωστό μόνο από ανθολογίες. Το 1415/16 ο Poggio Bracciolini ανακαλύπτει στο Αββαείο του Σανκτ Γκάλεν (St Gallen, Saint-Gall) ολόκληρο το κείμενο της Institutio Oratoria το οποίο και εκδίδεται για πρώτη φορά στην Ρώμη το 1470.[36] Οι ουμανιστές και ιδιαίτερα ο Έρασμος και ο Λούθηρος, μελετούν με ενθουσιασμό αυτή τη ρητορική πραγματεία, η οποία στη συνέχεια γίνεται ευρύτερα γνωστή μέσω πολλών επιτομών. Σήμερα έχει ιδιαίτερη αξία για την ιστορία της ευρωπαϊκής εκπαίδευσης και της ρωμαϊκής Λογοτεχνίας.[37]

4.     Βιβλιογραφία

Albrecht, M. von (2009), Ιστορία της Ρωμαϊκής λογοτεχνίας: από τον Ανδρόνικο ως τον Βοήθιο και η σημασία της για τα νεότερα χρόνια (επιμ. Δ. Ζ. Νικήτας), Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (19971) (= Geschichte der Römischen Literatur I, II, München 1994).

Bloomer, W.M. (2011), “Controversia and Suasoria”, στο Sloane, T.O. (ed.) Encyclopedia of Rhetoric, Oxford: Oxford University Press.

Bolaffi, E. (1956), “La critica filosofica e letteraria in Quintiliano”, Latomus 15: 532-543.

Bonner, S. F. (1977), Education in Ancient Rome, London: Methuen.

Βρατσάνος, Μ. (1879), Περὶ τῆς παρὰ Κοϊντυλιανοῦ παιδαγωγικῆς, Αθήνα: Φιλαδελφεύς Χ.

Brink, C.O. (1989), “Quintilian’s De causis corruptae eloquentiae and Tacitus’ Dialogus de oratoribus”, CQ 39: 472-503.

Brugnoli, G. (1959), “Quintiliano, Seneca e il de Causis corruptae eloquentiae”, Orpheus: 629-41.

Cavarzere, A. (2000), Oratoria a Roma, Roma: Carocci.

Chateau, J. B – Brubacher, J. S. – Seiler, J. (1958), Οι μεγάλοι παιδαγωγοί (μτφρ. Κ. ΚίτσουΓ. Μαυριά), Αθήνα: Κένταυρος  (= Les grands pédagogues, Paris: PUF 1956).

Clarke, M. (1975), “Quintilian on Education”, στο Dorey, T. (ed.), Empire and Aftermath: Silver Latin II, London, Boston: Routledge - K. Paul, σσ.98-118.

Colson, F.H (ed.) (1924 [2013]), M.Fabii Quintilianis Institutio Oratoria, Cambridge: Cambridge (α΄ έκδ. 1924, α΄χαρτόδετη έκδ. 2013).

Conte, G.B. (1994), Latin Literature: A history (transl. J. Solodow), USA: Johns Hopkins (= Letteratura Latina: Manuale storico dalle origini alla fine dell’impero romano, Firenze 1987).

Coppola, G. (1994), Cultura e potere. Il lavoro intellettuale nel mondo romano, Milan: Giuffrè.

Dobson, J. F. (1963), Ancient education and its meaning to us, New York: Cooper Square Publishers.

France, P. (1995), “Quintilian and Rousseau: Oratory and Education”, Rhetorica 13.3: 301-321.

Galand‑ Hallyn, P. (2007), “Posteriores sed non deteriores: The humanist perspective on Latin Literature at the end of Quatrocento and its repercussions in the French Renaissance”, στο Verbaal,W. –Maes, Y. – Papy (eds.), J. Latinitas perennis Vol.1 The Continuity of Latin Literature, Netherlands: Brill, σσ. 185-214.

Gelzer, T. (1970), “Quintilians Urteil über Seneca: Eine rhetorische Analyse”, MH 27: 212-23.

Graf, F. (επιμ.) (2009), Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία (Τόμος Β): Ρώμη (μτφρ. – επιμ. Δ.Ζ. Νικήτας), Αθήνα: Παπαδήμας (=Enleitung in die Lateinische Philologie, Stuttgart - Leipzig: Teubner 1997).

Heldmann, K. (1980), “Dekadenz und literarischer Fortschritt bei Quintilian und bei Tacitus”, Poetica 12: 1-23.

Kennedy, G. A. (1969), Quintilian, New York.

Kennedy, G. A. (1972), The Art of Rhetoric in the Roman World 300 B.C.- A.D. 300, Princeton: Princeton University Press.

Kenney, E.JClausen, W.V. (2005)2, Ιστορία της λατινικής λογοτεχνίας (μτφρ. Θ. Πίκουλας, Α. Σιδέρη-Τόλια), Αθήνα: Παπαδήμας (α΄ έκδ. 2003). (= The Cambridge History of Classical Literature II: Latin Literature, Cambridge: Cambridge University Press 1982).

Kroh, P. (1996), Λεξικό αρχαίων συγγραφέων, Ελλήνων και Λατίνων (μτφρ. - επιμ. Δ. Λυπουρλής, Λ. Τρομάρας), Θεσσαλονίκη: University Studio Press  (= Lexikon der antiken Autoren, Stuttgart 1972).

Laing, G. J. (1920), “Quintilian, the schoolmaster” CJ 15.9: 515-534.

Lana, I. (1973), La teorizzazione della collaborazzione degli intellettuali con il potere politico in Quintiliano Inst.Or. l.XII, Τurin: Giappichelli.

Marrotta, V. (1988), Multa de iure sanxit. Aspetti della politica del diritto di Antonino Pio, Milan: Giuffrè.

Morgan, T. (1998), Literate education in the Hellenistic and Roman worlds, Cambridge: Cambridge University Press.

Murru, F. (1983), “Poggio Bracciolini e la riscoperta dell’Institutio Oratoria di Quinitliano 1416”, Critica Storica 20: 621-6.

Pascal, N. R. (1984), “The legacy of Roman education”, CJ 79.4: 351-355.

Pernot, L. (2005)), Η ρητορική στην αρχαιότητα, (μτφρ. Ξ. Τσελέντη), Αθήνα: Δαίδαλος-Ζαχαρόπουλος (=La rhétorique dans l'Antiquité; Paris 2000).

Πετρόχειλος, Ν. (1989), «Κοϊντιλιανός και Τάκιτος: ουτοπία και ρεαλισμός», Πρακτικά Γ΄ Συμποσίου Λατινικών Σπουδών, Θεσ/νίκη, 171-188.

Rose, H. J. (1980)2, Ιστορία της Λατινικής λογοτεχνίας: τόμος 1 (μτφρ. Κ. Γρόλλιος), Αθήνα: ΜΙΕΤ (α΄ έκδ. 1978) (=A Handbook of Latin literature: from the earliest times to the death of St. Augustine, London: Methuen 1961).

Roth, K.L. (1907)2, Suetonius, Teubner: Leipzig (α΄ έκδ. 1858).

Russell, D. A. (2001), Quintilian, The orator’s Education, books 1-2, vol. 1, London: Harvard University Press (Loeb classical Library).

Σακελλαρίου, Αντ. (2000), Μ. Φάβιος Κοϊντιλιανός: Ρητορική αγωγή, Θεσ/νίκη, Univ. Studio Press.

Σοφού, Ε. (2003), «Οι μεταφορές στην παιδαγωγική σκέψη: Μέσον ανάλυσης των αντιλήψεων των εκπαιδευτικών», Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (http://www.pi-schools.gr/ download/publications/epitheorisi/teyxos8/12.pdf), σσ.159-173.

Tellegen ‑ Couperus, O. (2003), Quintilian and the Law: The Art of Persuasion in Law and Politic, Leuven: Leuven University Press.

Walzer, A.E. (2003), “Quintilian's ‘Vir Bonus’ and the Stoic Wise Man”, Rhetoric Society 33: 25-41.

Winterbottom, M. (1967), “Fifteenth-century manuscripts of Quintilian”, CQ 17: 339-69.

Woodside, M. (1942), “Vespasian’s Patronage of Education and the Arts”, TAPA 73: 123-129.

Λεζάντες εικόνων:

 

1. Άγαλμα του Κοϊντιλιανού στη γενέτειρά του Καλάγουρη της Ισπανίας. (https://commons.wikimedia.org/wiki/Category:Monumento_a_Quintiliano,_Calahorra#/media/File:Calahorra,_estatua_de_Quintiliano.JPG)

2. Εξώφυλλο τηs έκδοσηs της Institutio oratoria από τον  Pieter Burman, Leiden, 1720. (https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Quintilian,_Institutio_oratoria_ed._Burman_%28Leiden_1720%29,_title_page.jpg)

 

 



[1] Hieron. Chron. (ad ann. Dom. 88 ): Quintilianus ex Hispania Calagurritanus […] Η μαρτυρία από τον Ιερώνυμο αποκτά αυξημένη αυθεντία, αν ληφθεί υπόψη ότι ενδεχομένως ο τελευταίος συμπεριέλαβε αποσπασματικές αναφορές που σώθηκαν στο έργο του Σουητώνιου με τίτλο De rhetoribus. Για το ζήτημα αυτό, βλ. την έκδοση του Σουητώνιου από τον Roth (1907) 272. Αναφορά στην καταγωγή του Κοϊντιλιανού και στον Aus. Prof. 1.7: Adserat usque licet Fabium Calagurris alumnum.

[2] Για τη χρονολόγηση βλ. σχετικές προτάσεις στον Colson (1924) ix-x.

[3] Quint. Ιnst 9.3.73,·Sen. Contr. 10 pr. 2.

[4] Iuv. S. 6.452,·Quint. Ιnst.5.7.7, 10.1.23, 10.1. 86, 11.3.126.

[5] Hieron.Chr.Eus., (88 μ.Χ.): Romam a Galba perduciturοδηγήθηκε στη Ρώμη από τον Γάλβα»).

[6] Βλ σχετικά Coppola (1994) 307 κ.ε., Marrotta (1988) 93 και Woodside (1942).

[7] Hieron. Chron. (ad ann. Dom. 88): Quintilianus […] Romae publicam scolam [aperuit] et salarium e fisco accepit, claruit (ο Κοϊντιλιανός [...] «(που) πρώτος άνοιξε δημόσια σχολή (Ρητορικής) στη Ρώμη και έλαβε μισθό από το δημόσιο ταμείο, διέλαμψε»). Η σχετική αναφορά και του Σουητώνιου (Suet. Vesp. 18) λειτουργεί επιβεβαιωτικά ως προς το γεγονός και διορθωτικά ως προς τη χρονολόγησή του από τον Ιερώνυμο στο 88 μ.Χ. (βλ. σημ. 1). Η μισθοδοσία Καθηγητών από το δημόσιο ταμείο επί Βεσπασιανού παραδίδεται και από τον Δίωνα Κάσσιο (Ηist. Rom. 65.12.1a). Βλ. σχετικά και Kennedy (1994) 177 σημ. 4. Ο Ιουβενάλης (S. 7.188 κ.ε.) αναφέρεται στην οικονομική άνεση του Κοϊντιλιανού.

[8] Plin., Epist.2.14.9.

[9] Aπό αυτόν τιμήθηκε και με τα ornamenta consularia πιθανόν για αυτές τις καλές του υπηρεσίες βλ. Aus. Grat. act. 7.:Quintilianus (Ο Κοϊντιλιανός, έχοντας λάβει τιμές υπάτου από τον Κλήμεντα, φαίνεται να είχε μάλλον την αίγλη του τίτλου αυτού, παρά την πραγματική εξουσία).

[10]  Ιnst. 1 praef.1, 2.12.12.

[11] Inst..6 praef.

[12] Inst. 6 praef. 10-11. και 1-2. Τα ονόματα του δεύτερου γιου του και της συζύγου του δεν είναι γνωστά. Η μόνη σχετική αναφορά γίνεται από τον ίδιο στην praefatio του έκτου βιβλίου της Ιnstitutio Oratoria (praef. 6.4-9).

[13]  Inst. 7.2.24.: Nam id est in causa Naevi Arpiniani solum quaesitum, praecipitata esset ab eo uxor an se ipsa sua sponte iecisset. cuius actionem et quidem solam in hoc tempus emiseram, quod ipsum me fecisse ductum iuvenali cupiditate gloriae fateor. Nam ceterae quae sub nomine meo feruntur neglegentia excipientium in quaestum notariorum corruptae minimam partem mei habent. Ακόμα, υπερασπίστηκε τη Βερενίκη, βασίλισσα της Ιουδαίας (Inst. 4.1.19) και μια γυναίκα που κατηγορήθηκε για πλαστογραφία (ibid. 9.2.73).

[14] Αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι στα χωρία της Institutio, όπου ο Κοιντιλιανός αναφέρεται στον Σενέκα (10.1.125-127), χρησιμοποιεί παρελθοντικό χρόνο, προδίδοντας ίσως κάποιο προγενέστερο έργο του, στο οποίο καταδίκαζε τον Σενέκα.

[15] Βλ. ίδιο θέμα πραγματεύεται και στην Inst.10.1.125-131.

[16] Για την πραγματεία De causis corruptae eloquentiae βλ. αναλυτικότερα Brugnoli (1959), Gelzer (1970), Heldmann (1980) 12-19, Κennedy (1972) 494 κ.ε.  Για τη σχέση της με το Dialogus de Oratoribus του Τάκιτου βλ. Brink (1989) 472 κ.ε.  Για μια πρόσφατη συζήτηση περί της έκπτωσης της ρητορικής τον 1ο αι. μ.Χ. βλ.Cavarzere (2000) 215 κ.ε. (με βιβλιογραφία).

[17] Βλ. von Albrecht (2009) 1441 σημ. 4, όπου σχετική βιβλιογραφία και Conte (1994) 512-513.

[18] Αυτό οδήγησε κάποιους παλαιότερους μελετητές, π.χ. Aerodius (1563), Ritter (1884), να υποστηρίξουν ότι είναι αυθεντικό έργο του Κοϊντιλιανού.

[19] Σύμφωνα με αναφορά του ιδίου στην Ιnst. 1. praef. 7: […] duo iam sub nomine meo libri ferebantur artis rhetoricae neque editi a me neque in hoc comparati. Namque alterum sermonem per biduum habitum pueri quibus id praestabatur exceperant, alterum pluribus sane diebus, quantum notando consequi potuerant, interceptum boni iuvenes sed nimium amantes mei temerario editionis honore vulgaverant.

[20] Πλασματικοί ρητορικοί λόγοι (φωνασκίες). Πρόκειται για ρητορικές ασκήσεις σύνθεσης υποθετικών λόγων, με θέματα από τη μυθολογία ή την ιστορία, και διακρίνονται σε δύο είδη: suasoriae (που ανήκουν στο συμβουλευτικό είδος) και controversiae (που ανήκουν στο δικανικό είδος). Εισ’ηχθησαν στη Ρώμη κατά τον 1ο αι. π.Χ. Βλ. σχετικά Bloomer (2001),166-9, όπου και βιβλιογραφία, καθώς και Pernot (2005), 237-246.

[21] Pernot (2005), 252.

[22] Walzer (2003) 36-37.

[23] Bolaffi (1956) 534-536. Για τις ιδέες του Κοϊντιλιανού (αλλά και για μια συνολική αποτίμηση της πολύπτυχης συμβολής του στην αρχαία ρητορική), βλ. το πρόσφατο συλλογικό έργο, ΤellegenCouperus (ed.) (2003). Επίσης, Lana (1973).

[24] Laing (1920) 521, Dobson (1963) 138. Για ελληνική μετάφραση χωρίων του 1ου και 2ου βιβλίου της Inst. Oratoria, βλ. Σακελλαρίου (2000).

[25] Bonner (1977) 166-168. Βλ. και Laing (1920) 521-522, Dobson (1963) 107, Clarke (1975) 100.

[26] Βλ. αναλυτικότερα Laing (1920) 530-531, Dobson (1963) 140.

[27] Clarke (1975) 106. Βλ. και Laing (1920) 530, Dobson (1963) 108, Kennedy (1969) 44, Bonner (1977) 144. Ο Βρατσάνος (1879) 88-90 αναφέρει ότι εκείνη την εποχή ίσχυε η άποψη του Μενάνδρου: Ὁ μὴ δαρεὶς παῖς οὐ παιδεύεται. Έλληνες και Ρωμαίοι εφήρμοζαν αυτή τη μέθοδο στους δούλους για να πουν την αλήθεια. Ο (ψευδο)-Πλούταρχος φαίνεται να έχει την ίδια γνώμη με τον Κοϊντιλιανό για τη σωματική τιμωρία (Περὶ παίδων ἀγωγῆς 12).

[28]  Βλ. Morgan (1998) 244, Σοφού (2003) 161,165,171:

www.pi-schools.gr/download/publications/epitheorisi/teyxos8/12.pdf  

[29] Σε σχέση με τον Τάκιτο, βλ. Πετρόχειλος (1989).

[30] Για την επίδραση και πρόσληψη της Institutio βλ.: Βρατσάνος (1879) 42-43, Kennedy (1969) 139-141, Clarke (1975) 111-116, Kroh (1996) s.v. «Quintilianus», Russell (2001) 21-29, von Albrecht (2009) 1449-1451.

[31] O Ρουσσώ υπήρξε γνώστης της Institutio, γεγονός που καταδεικνύεται μέσω της παράθεσης του ονόματος του Κοϊντιλιανού στο δεύτερο βιβλίο του Émile, το οποίο λειτουργεί ως αυθεντία (auctotitas), βλ. France (1995) 303-305. Ομοιότητες έγκεινται ως προς τη σημασία που δίνουν και οι δύο παιδαγωγοί στα πρώτα έτη της παιδικής ηλικίας, στον κοινό ηθικό ιδεαλισμό και στην προτίμησή τους στον ανδροπρεπή τύπο λόγου. Διαφορές, όμως, μπορούν να εντοπιστούν στον τρόπο που εκλαμβάνουν τις λέξεις για τα πράγματα, καθώς και στον τρόπο που αναζητούν την υπόκριση, τη φαντασία, τη μυθοπλασία στην εκαπιδευτική διαδικασία: (ibid.) 301. Για τον Ρουσσώ και τις απόψεις του, βλ. επίσης: Chateau Brubacher Seiler (1958) 227-280.

[32] Τον 19ο αιώνα η Institutio δεν μελετάται με τόση ευρύτητα, όπως τον 20ο αι. και στις αρχές του 21ου αι.

[33]  Pernot (2005) 254.

[34] Pascal (1984) 355.

[35] Clarke (1975) 116.

[36] Για μια αναλυτική παρουσίαση των χειρογράφων του 15ου αι. του Κοϊντιλιανού, βλ. Winterbottom (1967) και ειδικότερα για την επανανακάλυψη της Inst. από τον Poggio Bracciolini, βλ. Μurru (1983), Galand – Hallyn (2007) 190.

[37] Βλ. Kroh (1996) 682, Kennedy (1969) 139-141. Βλ. και Rose (1980) 115, Pernot (2005) 253-254.
 
ΕΠΕΑΕΚ    Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών